-
1 καλλιστεύω
καλλιστεύω, der, die Schönste sein; Her. 1, 196; καλλιστεύσει γυναικῶν πασέων 6, 61; Plut. Ant. 26 u. a. Sp. – Auch im med., ἐκαλλιστεύετο πασῶν γυναικῶν Eur. Hipp. 1009; δῶρα, ἃ καλλιστεύεται τῶν νῦν ἐν ἀνϑρώποισι, die für die schönsten gelten, Med. 943, vgl. Bacch. 407.
См. также в других словарях:
καλλιστεύω — (AM) [κάλλιστος] μσν. (αρχ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ καλλιστεύων ο αξιωματούχος, ο προεστός, ο προύχοντας αρχ. 1. είμαι ο καλύτερος ή ο ωραιότερος, υπερέχω ως προς την ομορφιά ή την ανδρεία («καλλιστεύει πασέων τῶν ἐν Σπάρτη γυναικῶν», Ηρόδ.) 2.… … Dictionary of Greek